- κορακοζώητος
- -η, -οαυτός που ζει πολλά χρόνια, σαν τον κόρακα, μακρόβιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + -ζώητος (< ζω), πρβλ. καλο-ζώητος, πολυ-ζώητος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορακοζώητος — η, ο αυτός που ζει πολλά χρόνια σαν τον κόρακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορακόζωος — η, ο κορακοζώητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + ζωος (< ζωή), πρβλ. αεί ζωος, εύ ζωος] … Dictionary of Greek
κορωνόβιος — κορωνόβιος, ον (Μ) 1. αυτός που έζησε πολλά χρόνια, κορακοζώητος 2. φρ. «κορωνόβιον γῆρας» βαθιά γερατειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη «κουρούνα» + βιος (< βίος), πρβλ. αιωνό βιος, νυκτό βιος] … Dictionary of Greek
κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek
κορακόζωος — η, ο ο κορακοζώητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)